- σωληνοειδής
- -ές, ΝΜΑαυτός που έχει σχήμα σωλήνανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το σωληνοειδέςα) βιολ. καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30-50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση τής ίνας τού πυρηνοσώματοςβ) (ηλεκτρολ.) άλλη ονομασία για το πηνίο2. φρ. «σωληνοειδής καρδιά»ζωολ. τροποποίηση τής απλής συσταλτικής καρδιάς τών περισσότερων αρθροπόδων που συνίσταται στη διεύρυνση τμήματος τού ραχιαίου αγγείου για να σχηματίσει έναν ή περισσότερους γραμμικά διευθετημένους θαλάμους.επίρρ...σωληνοειδῶς Ασε σχήμα που μοιάζει με σωλήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.